καβάφικος

καβάφικος
-η, -ο
1. που ταριάζει σε καβάφη, κακότεχνος, κακοφτιαγμένος: Καβάφικη δουλειά.
2. το ουδ. εν. ως ουσ., καβάφικο το εργαστήριο του καβάφη, το τσαγκάρικο, παπουτσάδικο.
3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., καβάφικα περιοχή όπου είναι εγκαταστημένα τα εργαστήρια και τα πρατήρια των καβάφηδων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καβαφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιητή Καβάφη («καβαφική ποίηση»). η, ο [καβάφης] 1. κακότεχνος, κακοφτιαγμένος, κατώτερης ποιότητας («καβάφικη δουλειά») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καβάφικα περιοχή ή συνοικία όπου υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”