- καβάφικος
- -η, -ο1. που ταριάζει σε καβάφη, κακότεχνος, κακοφτιαγμένος: Καβάφικη δουλειά.2. το ουδ. εν. ως ουσ., καβάφικο το εργαστήριο του καβάφη, το τσαγκάρικο, παπουτσάδικο.3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., καβάφικα περιοχή όπου είναι εγκαταστημένα τα εργαστήρια και τα πρατήρια των καβάφηδων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.